γενάκι

γενάκι
το
1. μικρό (αραιό ή κοντό) γένι
2. το φυτό Ασφόδελος ή συριγγοειδής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γενάκι — το μικρό γένι: Είχε ένα ξανθό γενάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαυρογενούδης — ὁ αυτός που έχει μαύρο γενάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυρογένης + κατάλ. ούδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”